- ζαμάνι
- το длительное время;
καιρούς ( — или χρόνια) και ζαμάνια έχω να σε δω — давненько я тебя не видел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καιρούς ( — или χρόνια) και ζαμάνια έχω να σε δω — давненько я тебя не видел
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαμάνι — το φρ. «χρόνια και ζαμάνια» πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zaman] … Dictionary of Greek
ζαμάνι — το ιού (λ. τουρκ.), μεγάλο χρονικό διάστημα: Είχα χρόνια και ζαμάνια να σε δω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek